- δυσχωρίαν
- δυσχωρίᾱν , δυσχωρίαrough groundfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προορώ — προορῶ, άω, ΝΜΑ [ὁρῶ] νεοελλ. (μόνον στον αόρ.) προείδα είδα εκ τών προτέρων, έχω προβλέψει μσν. αρχ. 1. βλέπω μπροστά, διακρίνω σε απόσταση μπροστά μου («οἱ μὲν διὰ τὴν δυσχωρίαν ἔπιπτον, οἱ δὲ καὶ διὰ τὸ μὴ προορᾱν τὰ ἔμπροσθεν», Ξεν.) 2. βλέπω … Dictionary of Greek